top of page
Αναζήτηση

Η επαρχία Κισάμου στην Επανάσταση του 1821



Καστέλι 23 Αυγούστου 2021 - Γιάννης Σκαλιδάκης,

Ιστορικός, Καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης



Η Επανάσταση του 1821 στην Κρήτη πολλές φορές ξεχνιέται λόγω της αποτυχίας των επαναστατών να συμπεριληφθεί το νησί στο πρώτο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος ή χάνεται μέσα στις επόμενες επαναστασεις της Κρήτης του 19ου αιώνα. Κι όμως η επανάσταση κράτησε στην Κρήτη όσο και στις περιοχές που ελευθερώθηκαν, από το 1821 ως την τελική έκβαση του αγώνα το 1830.

Ποιες όμως ήταν οι ιδιαιτερότητες της επανάστασης στο νησί; Πρώτος παράγοντας, η ύπαρξη ισχυρής εντόπιας μουσουλμανικής κοινότητας και η οικονομική και κοινωνική καταπίεση. Στην Κρήτη, ο εξισλαμισμός έλαβε μεγάλες διαστάσεις και διάρκεια με συνέπεια το 1821 ο πληθυσμός στο νησί να είναι σχεδόν μοιρασμένος. Με την επανάσταση, η αναδιαμόρφωση των τοπικών ταυτοτήτων σε σχέση με την εθνική ιδεολογία αλλά και τη θρησκευτική ταυτότητα θα αποτελέσει ένα ανυπέρβλητο όριο. Οι ντόπιοι μουσουλμάνοι -στην πλειονότητά τους ελληνόφωνοι εξισλαμισμένοι χριστιανοί- μετατράπηκαν σε ξένο σώμα, εκτός του νέου επαναστατημένου έθνους.

Δεύτερος παράγοντας, η καταπίεση από τα αυτονομημένα γενιτσαρικά δίκτυα και η «κακοδιοίκηση» από τους ντόπιους αγάδες. Η Κρήτη στέκει ως παράδειγμα «αταξίας και ακαταστασίας» την μακρά περίοδο κρίσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770, η κατάσταση για τους χριστιανούς επιδεινώνεται καθώς τον έλεγχο του νησιού παίρνουν οι ντόπιοι μουσουλμάνοι αγάδες και γενίτσαροι.

Τρίτος παράγοντας, οι προϋπάρχουσες αντιθέσεις μεταξύ της οθωμανικής διοίκησης και μέρους των χριστιανικών ηγεσιών –στα Σφακιά– οι οποίες αποτέλεσαν τις υποδοχές, πάνω στις οποίες βρήκαν στήριγμα τα κήρυγματα εθνικής απελευθέρωσης. Φαίνεται πως οι ηγεσίες των Σφακίων δεν μπόρεσαν να μετασχηματιστούν σε παγκρήτια εξουσία ούτε όμως ήθελαν να υποταχθούν σε μια τέτοια εξουσία, εφόσον αυτή συγκροτούνταν.

Τέταρτος παράγοντας, η αμφισβήτηση των τοπικών πρωτείων, η ευθυγράμμιση με τον Αγώνα στην κυρίως Ελλάδα και οι περιορισμοί των τοπικών συνθηκών· όλα τούτα ενίσχυσαν το αίτημα συντονισμού του Αγώνα από έξωθεν και άνωθεν διορισμένο γενικό αρχηγό. Σύμφωνα με τον Οργανισμό που ψηφίστηκε στις 20-21 Μαΐου 1822, ο Αφεντούλιεφ ορίστηκε από τους πληρεξούσιους της συνέλευσης Γενικός Έπαρχος Κρήτης. Όμως η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, μετά και τον παραμερισμό του Δ. Υψηλάντη, αποφάσισε την αποστολή άλλου εκπροσώπου της νέας εθνικής διοίκησης, του Πέτρου Ομηρίδη-Σκυλίτση. Ο Αφεντούλιεφ εντέλει θα αποχωρήσει από την Κρήτη ενώ η Β΄ Εθνοσυνέλευση έστειλε νέο εκπρόσωπο, τον Εμμανουήλ Τομπάζη. Ο ορισμός του Τομπάζη σχετιζόταν με την οργάνωση πλέον του αγώνα στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής εθνικής διοίκησης.

Στα 1820 η Κρήτη είχε γύρω στους 290.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 160.000 ήταν χριστιανοί και 130.000 μουσουλμάνοι. Η κατάσταση δηλαδή ήταν πολύ διαφορετική από άλλες περιοχές που είχαν ξεκάθαρη υπεροχή του χριστιανικού στοιχείου. Παρά ταύτα, και την στοιχειώδη όπως φαίνεται προπαρασκευή του νησιού για εξέγερση από την Φιλική Εταιρεία -και πάλι σε σύγκριση με άλλες περιοχές- η επανάσταση θα ξεσπάσει και στην Κρήτη. Υπολογίζεται πως στο νησί υπήρχαν για τους επαναστάτες 1.200 όπλα, 800 από τα οποία στα Σφακιά.

Η πρώτη φάση του Αγώνα εκτείνεται από την αρχή της επανάστασης ως τον Αύγουστο του 1824 με επίκεντρο τα Σφακιά. Το Μάιο του 1821 συγκεντρώθηκαν στα Σφακιά 70 περίπου πρόκριτοι και οπλαρχηγοί από τις επαρχίες του νησιού και συνέστησαν μια επταμελή τοπική διοίκηση με τον τίτλο «Καγκελαρία των Σφακίων». Για την υποταγή των Σφακίων επιχειρήθηκαν τρεις εκστρατείες από τους Τούρκους του νησιού. Στην πρώτη, τα στρατεύματα των πασάδων του Ηρακλείου και του Ρεθύμνου υποχώρησαν μετά την αντίσταση που συνάντησαν στα Ασκύφου. Στη δεύτερη εκστρατεία ουσιαστικά λεηλάτησαν την επαρχία Αποκορώνου και αποχώρησαν ενώ στην τρίτη κατάφεραν να πατήσουν την επαρχία φτάνοντας στην Ανώπολη ενώ οι Σφακιανοί εγκατέλειψαν την περιοχή μέχρι την αποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων.

Το 1823 οι επαναστάτες στο νομό Χανίων αποφάσισαν να εκστρατεύσουν στις επαρχίες Κισάμου και Σελίνου και να εκδιώξουν τους μουσουλμάνους, πριν την άφιξη του νέου διοικητή Εμμανουήλ Τομπάζη. Αν οι δυτικές επαρχίες απελευθερώνονταν, τότε η επανάσταση θα είχε και άλλα λιμάνια πέραν του απομακρυσμένου Λουτρού στα Σφακιά. Οι επαναστατικές δυνάμεις στην Κρήτη διοικούνταν προσωρινά από τον Νεόφυτου Οικονόμου, μετά την αποχώρηση του Μιχαήλ Αφεντούλιεφ και εν αναμονή της άφιξης του Εμμανουήλ Τομπάζη. Ο Οικονόμου από το Βενεράτο Ηρακλείου, γενικός γραμματέας του Αφεντούλιεφ, είχε διατελέσει γραμματέας της Μονής Σινά και είχε έρθει στην Κρήτη ως οικονόμος του μετοχίου της Μονής στην Κρήτη, στα Περβόλια Κυδωνίας. Έστησε λοιπόν τη βάση του στη Μονή Γωνιάς και οργάνωσε την εκστρατεία με σώματα από το Ασκύφου, τον Αποκόρωνα και φυσικά την Κίσαμο, υπό τους Μαρτινιανό Περάκη και Γεώργιο Δρακονιανό.

Η εκστρατεία ξεκίνησε στις 3 Φεβρουαρίου 1823 όταν ο επαναστατικός στρατός πέρασε τον «χείμαρρον Ταυρονίτην». Οι μουσουλμάνοι της επαρχίας πρόβαλαν ισχυρή αντίσταση στα χωριά Πολεμάρχι και Βουκολιές αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Γρήγορα η επαρχία Κισάμου καταλήφθηκε από τις επαναστατικές δυνάμεις. Οι μουσουλμάνοι κλείστηκαν με τις οικογένειές τους στα φρούρια του Καστελίου Κισάμου και της νησίδας Γραμβούσας και σε διάφορους πύργους που υπήρχαν στην περιοχή, ενώ πολλοί έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να ξεφύγουν και να φτάσουν στα Χανιά.

Για πρώτη ίσως φορά στην Κρήτη οι επαναστάτες έστησαν μια οργανωμένη πολιορκία από ξηρά και θάλασσα στο φρούριο Καστέλι της Κισάμου. Δεν το είχαν καταφέρει ούτε στα μεγάλα κάστρα, στο Μεγάλο Κάστρο του Ηρακλείου, στα Χανιά ή στο Ρέθυμνο, ούτε και στην Ιεράπετρα. Αποκλείστηκε το Καστέλι από τη θάλασσα ώστε να μην μπορεί να ανεφοδιαστεί από τα Χανιά ούτε από αλλού και διακόπηκε η σύνδεσή του με τη Γραμβούσα, η οποία είχε αποκλειστεί από τον Μιχαήλ Μαυράκη με τους Μεσογειανούς. Τα πλοία που διενεργούσαν τον πλόκο, τον αποκλεισμό δηλαδή, ναυλώθηκαν με τα λάδια που άφησαν πίσω τους οι μουσουλμάνοι στην επαρχία Κισάμου.

Το φρούριο αποκλείστηκε και από τη ξηρά· Εννιαχωριανοί, Ρουμαθιανοί και άλλοι εμπόδιζαν τους μουσουλμάνους του Σελίνου να συνδράμουν τους πολιορκημένους. Χίλιες οχτακόσιες ψυχές κλείστηκαν μέσα στα τείχη του παλιού γενουάτικου κάστρου, η ένοπλη φρουρά και άλλοι αρματωμένοι Τουρκοκρητικοί με τις οικογένειές τους από όλη την επαρχία. Όπως και στα άλλα κάστρα, θέριζε η πανώλη που έφεραν μαζί τους τα αιγυπτιακά στρατεύματα που είχε στείλει ο Μεχμέτ Αλή πασάς. Εξακόσιοι θα επιζήσουν ως στο τέλος, διακόσιοι εξήντα άνδρες «μετὰ τῶν γυναικῶν καὶ παίδων».

Στις 20 Μαΐου 1823 έφτασε στην Κρήτη, στον κόλπο της Κισάμου, ο Υδραίος Εμμανουήλ Τομπάζης με έναν στόλο οκτώ πλοίων, ενισχύσεις και κανόνια. Ο Τομπάζης είχε διοριστεί από την Κεντρική Διοίκηση «Αρμοστής της νήσου Κρήτης» στις αρχές Μαΐου. Αμέσως ανέλαβε τα καθήκοντά του ως και οργάνωσε την πολιορκία του φρουρίου Καστελίου Κισάμου. Μετά την άφιξη του Τομπάζη, οι οθωμανικές αρχές διαπραγματεύτηκαν την παράδοση του φρουρίου και την ασφαλή μεταφορά των 600 μουσουλμάνων που είχαν απομείνει στο Καστέλι στο φρούριο των Χανίων.

Η παράδοση του φρουρίου Κισάμου, καθώς και η μεταφορά της τουρκικής φρουράς και των οικογενειών της στα Χανιά έγινε μετά από καθυστερήσεις και συγκρούσεις των καπετάνιων που ηγούνταν των στρατιωτικών σωμάτων, ενώ ο Τομπάζης ανέθεσε, λόγω της επιδημίας πανώλης, σε μια υγειονομική επιτροπή, με μέλη τον Δημήτριο Κιοσσέ από την Ύδρα, τον Νικόλαο Ανδρουλάκη από τα Σφακιά και τον Ευθύμιο Ψαρουδάκη από την Κίσαμο, να κάψουν ό,τι άφησαν οι Τούρκοι στην πόλη. Για πρώτη φορά στις 25 Μαΐου 1823 υψώθηκε σε φρούριο της Κρήτης η ελληνική σημαία.

Μετά την παράδοση του φρουρίου Καστελίου Κισάμου, οι επαναστατικές δυνάμεις εκστράτευσαν στην επαρχία Σελίνου. Οι μουσουλμάνοι της επαρχίας συγκεντρώθηκαν στην Κάντανο και πρόβαλαν αντίσταση. Κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων για την παράδοσή τους, οι μουσουλμάνοι του Σελίνου ξεκίνησαν να πάνε στα Χανιά αλλά δέχτηκαν επίθεση από τους επαναστάτες στο χωριό Σέμπρωνας ως τον ποταμό Βαλσαμιώτη και πολλοί σκοτώθηκαν και αιχμαλωτίστηκαν.

Την ίδια περίοδο θα καταφθάσουν αιγυπτιακά στρατεύματα υπό την διοίκηση του Χασάν πασά. Οι Αιγύπτιοι σταδιακά θα καταστείλουν τις επαναστατικές εστίες. Μετά από νέες λεηλασίες του Αποκόρωνα και των Σφακίων, οι επαναστάτες θα υποταχθούν. Στα μέσα του 1824 η επανάσταση στο νησί είχε παύσει.

Κατά τη διάρκεια των διωγμών του 1824, στην επαρχία Κισάμου Χανίων, στη νησίδα Λαφονήσι κατέφυγαν εκατοντάδες άμαχοι για να σωθούν από τα αιγυπτιακά στρατεύματα που είχαν εκστρατεύσει στο νομό Χανίων, στην Κίσαμο και στο Σέλινο. Επέσαν όμως θύματα του οθωμανικού ιππικού που κατάφερε να περάσει τα αβαθή νερά και να εξολοθρεύσει τους καταδιωκόμενους.

Η δεύτερη περίοδος της επανάστασης, η λεγόμενη της Γραμβούσας, θα ξεκινήσει στις 2 Αυγούστου 1825 με την κατάληψη της Γραμβούσας και θα διαρκέσει ως το 1830. Το φρούριο στη νησίδα Γραμβούσα ήταν το δυτικότερο από τα τρία φρούρια σε νησίδες στρατηγικής θέσης, μαζί με τη Σούδα και τη Σπιναλόγκα. Στις αρχές λοιπόν του Αυγούστου 1825 οι επαναστάτες κυρίευσαν τόσο το φρούριο της Γραμβούσας, όσο και αυτό της Κισάμου, στην παρακείμενη ενδοχώρα. Μετά την κατάληψη της Κισάμου, συντάχθηκε εκεί «πολίτευμά τι προσωρινόν, δι’ ου η τοπική της νήσου Διοίκησις εσυσταίνετο από αντιπροσώπους εξ εκάστης επαρχίας». Με βάση την πρόβλεψη αυτή, συγκροτήθηκε το 1827 το Κρητικό Συμβούλιο, ο ανώτατος επαναστατικός θεσμός του νησιού. Μετά από λίγες ημέρες όμως, το φρούριο της Κισάμου εγκαταλείφθηκε και οι επαναστάτες συγκεντρώθηκαν στη Γραμβούσα, όπου ορίστηκε διοικητική επιτροπή από την εθνική διοίκηση.

Η αλήθεια είναι ότι ειδικά για την περίοδο 1825-1827 λίγα πράγματα γνωρίζουμε ακόμη. Στη Γραμβούσα, όπου συγκεντρώθηκαν οι επαναστάτες, συγκροτήθηκε προσωρινή Διοικητική Επιτροπή στις 19 Αυγούστου 1825 με διαταγή του Εκτελεστικού. Στην επιτροπή αυτή το Εκτελεστικό διόρισε προσωρινά τους Παναγιώτη Ζερβουδάκη, Γεώργιο Καλλέργη και Καλλίνικο Κριτοβουλίδη ενώ το Νοέμβριο προστέθηκαν οι Νεόφυτος Οικονόμος και Ανδρέας Κριαράκης στα μέλη της Προσωρινής Επιτροπής Κρήτης. Παρατηρούμε ότι το «προσωρινό πολίτευμα» της Κισάμου προέβλεπε διοίκηση από αντιπροσώπους κάθε επαρχίας, αλλά στη Γραμβούσα η διοίκηση, έστω προσωρινή, διορίστηκε από την εθνική διοίκηση.

Στο τέλος του 1825, η επανάσταση έμεινε ζωντανή μόνο στη Γραμβούσα. Το φρούριο της Γραμβούσας εξελίχθηκε επίσης σε ορμητήριο πειρατείας. Προς το τέλος του 1824 και τις αρχές του 1825 η πειρατεία από τους Έλληνες αυξάνεται κατά πολύ, απλώνεται σε όλη την ανατολική Μεσόγειο και γίνεται πολύ βιαιότερη καθώς «δεν φείδεται καμιάς πλέον σημαίας» σύμφωνα με τον ιστορικό Βασίλη Κρεμμυδά. Αυτή η συμπεριφορά, που παρατηρείται και στην Κρήτη ως το τέλος του 1827, συνδέεται με τις πολεμικές αποτυχίες, τους εμφυλίους πολέμους και την αιγυπτιακή επέμβαση.

Στο μικροσκοπικό νησάκι συγκεντρώθηκαν πολεμιστές που είχαν στρατολογηθεί για τον Αγώνα καθώς και διωκόμενοι από τους Τούρκους από όλο το νησί, άμαχος πληθυσμός και γυναικόπαιδα. Υπολογίζεται πως την εποχή εκείνη ο πληθυσμός επάνω στο νησί έφτανε τις 5.000 ή και 6.000. Για τον ανεφοδιασμό του νησιού με τα απαραίτητα ξεκίνησαν πειρατικές ενέργειες εναντίον πλοίων που εφοδίαζαν τα εχθρικά λιμάνια στα Χανιά και το Ρέθυμνο. Σύντομα, τα γεωγραφικά πλεονεκτήματα του φρουρίου προσέλκυσαν πειρατές από την υπόλοιπη Ελλάδα και όχι μόνο. Φαίνεται πως στη Γραμβούσα γινόταν μια άτυπη (σε σύγκριση με τις διαδικασίες του θαλάσσιου δικαστηρίου για τις λείες) συνεισφορά των πειρατευόντων προς το Κρητικό Συμβούλιο «διά την ανάστασιν και ελευθερίαν της πατρίδος». Από την άλλη, γίνεται αντιληπτό ότι οι συνεισφορές αυτές πραγματοποιούνταν σε εθελοντική βάση και όχι λόγω της δυνατότητας των πρώιμων επαναστατικών θεσμών να τις επιβάλλουν με οργανωμένο και τακτικό τρόπο. Η διοικητική επιτροπή -προ του Κρητικού Συμβουλίου- εμφανιζόταν ανίκανη τόσο να προμηθεύσει σε τακτική βάση μισθό και τροφοδοσία στη φρουρά της νησίδας όσο και να ελέγξει (φορολογήσει) την πειρατική δραστηριότητα με αποτέλεσμα η φρουρά να στραφεί άμεσα εναντίον των πειρατών και να διεκδικήσει με αρπαγές τα προς το ζην. Η παύση της πειρατείας λόγω της διεθνούς πίεσης διέκοψε τη ροή πόρων προς την επαναστατική βάση. Τα ποσά ήταν μεγάλα· η εκτιμώμενη αξία των λειών σε όλη την επαναστατημένη επικράτεια εκτιμάται ότι άγγιζε τα 600.000 γρόσια τον Αύγουστο του 1827 ενώ μηδενίστηκε τον Ιανουάριο του 1828. Μόνο τον Σεπτέμβριο του 1827 οι πειρατές της Γραμβούσας είχαν ληστέψει 40 πλοία.

Η Συνθήκη του Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827) υπήρξε το έναυσμα για την αναζωπύρωση της επανάστασης στην Κρήτη. Νέα στρατεύματα μεταφέρθηκαν στη Γραμβούσα από την Πελοπόννησο. Μαζί με Κρητικούς που κατέφθασαν από νησιά του Αιγαίου πελάγους, η στρατιωτική δύναμη έφθασε τους 2.000 άνδρες περίπου. Η εκστρατεία ξεκίνησε στις ανατολικές επαρχίες και παρά τις αρχικές επιτυχίες, όπως την κατάληψη της Νεάπολης τον Νοέμβριο, εντέλει απέτυχε. Μετά από βαριά ήττα στα Μάλια της Πεδιάδας, οι επαναστάτες αποσύρθηκαν και πάλι στη Γραμβούσα.

Οι επαναστατικές δυνάμεις μεταφέρθηκαν από τη Γραμβούσα στα Σφακιά για να συνεχίσουν τον αγώνα από εκεί. Είχε αφιχθεί με μονάδα ιππικού και ο ηπειρώτης αγωνιστής Χατζή Μιχάλης Νταλιάνης και είχε οχυρώσει το παλιό ενετικό φρούριο Φραγκοκάστελο. Ενώ συγκεντρώνονταν επαναστατικές δυνάμεις από την υπόλοιπη Κρήτη, ο Μουσταφά πασάς πολιόρκησε το κάστρο, αφού οι επαναστάτες αρνήθηκαν να αποχωρήσουν. Στην αιματηρή μάχη γύρω από το κάστρο στις 17 Μαΐου 1828, χάθηκαν πολλοί και ανάμεσά τους ο Χατζή Μιχάλης Νταλιάνης.

Στις αρχές Αυγούστου 1828 οι επαναστάτες κατήγαγαν νέες νίκες και κατέλαβαν την οχυρή πολιτεία του Καστελίου Κισάμου στις 2 Αυγούστου 1828 αποκτώντας με τον τρόπο αυτό έναν δεύτερο θύλακα στην κυρίως Κρήτη, εκτός της παρακείμενης Γραμβούσας. Η επαρχία Κισάμου, στην τελευταία αυτή περίοδο, θα αναδειχθεί ως το σταθερότερο στήριγμα της Επανάστασης στην Κρήτη. Η δυτική επιτροπή του Κρητικού Συμβουλίου είχε το πλεονέκτημα της κατάληψης του Καστελίου Κισάμου και της Γραμβούσας από τους επαναστάτες. Εξέλεξε τη δημογεροντία Κισάμου και παρέλαβε χρήματα. Εκποίησε μουσουλμανικές περιουσίες (μαγαζιά και μύλους) στην Κίσαμο, εκμίσθωσε φόρους (προσόδους) σε γεννήματα, μετάξι, κάστανα και έστησε σταθμούς και τελωνεία.

Έγραφε ο Εμμανουήλ Αντωνιάδης προς τον Κυβέρνητη Ιωάννη Καποδίστρια στις 18 Μαΐου 1829: «εις το δυτικόν μέρος της Κρήτης, βλέπει τις εις την Κίσαμον μικράν ευταξίαν, τουλάχιστον τα εισοδήματα του σκαλώματος της Κισάμου συνάζονται τακτικώς πως από τους εμπόρους, από τα οποία σχεδόν και κρατούνται τα περισσότερα έξοδα της Κρήτης». Δυστυχώς στην υπόλοιπη Κρήτη, δεν έγιναν ανάλογα βήματα που θα μπορούσαν να οργανώσουν καλύτερα τον αγώνα.

Όλο το επόμενο διάστημα, οι επαναστάτες προσπάθησαν να κρατήσουν ζωντανή την επανάσταση στο νησί με την ελπίδα της συμπερίληψής του στο νέο ελληνικό κράτος. Στα τέλη όμως του 1830 οι προσδοκίες θα διαψευστούν, το Κρητικό Συμβούλιο θα διαλυθεί και η Γραμβούσα θα παραδοθεί στους Αιγυπτίους.

Η Κρήτη, παρά τον πολύχρονο και αιματηρό αγώνα της, δεν συμπεριελήφθη στο νέο ελληνικό κράτος. Όμως, μέσα από την επανάσταση η κρητική κοινωνία είχε αλλάξει ριζικά. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, ένα πολύ μεγάλο μέρος του χριστιανικού πληθυσμού και ένα ακόμη μεγαλύτερο του μουσουλμανικού είχαν εξολοθρευτεί από μάχες, σφαγές, κακουχίες και μια επιδημία πανώλης στις πόλεις. Ο χριστιανικός πληθυσμός ήταν πλέον τριπλάσιος του μουσουλμανικού. Μέσα από τις επόμενες και επίμονες επαναστάσεις του 19ου αιώνα, θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου για την απελευθέρωση και της Κρήτης. Κατά τη διάρκεια του μεγάλου Αγώνα του 1821 της Κρήτης, η επαρχία Κισάμου διαδραμάτισε ξεχωριστό ρόλο -με τα μοναδικά ελεύθερα κάστρα στην Κρήτη, τη Γραμβούσα και το Καστέλι και με τις μεγάλες θυσίες της.



bottom of page